- θορυβή
- θορυβή, ἡ (Μ)βοή πλήθους, αναταραχή («τὶς ἡ τοσαύτη θορυβή τῶν τόσων τῶν ἀνθρώπων»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θόρυβος, με αλλαγή γένους αναλογικά προς σημασιολογικώς συγγενείς τύπους (πιθ. βοή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θορυβῇ — θορυβάζομαι to be troubled fut ind mp 2nd sg (doric) θορυβέω make a noise pres subj mp 2nd sg θορυβέω make a noise pres ind mp 2nd sg θορυβέω make a noise pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάναθρον — και κάνναθρον / κάναθρον και κάνναθρον, τὸ (Α) ξύλινη άμαξα που έχει θόλο πλεγμένο από καλάμια ή λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + κατάλ. θρον δηλωτική τού οργάνου (πρβλ. θορύβη θρον, φόρε θρον). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για σύνθ. με β… … Dictionary of Greek